- συναφώς
- συναφῶς ΝΜεπίρρ. βλ. συναφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναφῶς — συναφής united adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναφής — ές, ΝΜΑ αυτός που εφάπτεται με άλλον, ο άμεσα συνδεόμενος με κάτι νεοελλ. 1. αυτός που έχει άμεση σχέση με κάποιον ή με κάτι ή αυτός που παρουσιάζει ομοιότητα με κάποιον ή με κάτι, παρεμφερής, παραπλήσιος, παρεπόμενος («συναφείς καταστάσεις») 2.… … Dictionary of Greek
ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… … Dictionary of Greek
Κρατύλος — (5oς αι. π.Χ.). Αθηναίος φιλόσοφος. Υπήρξε ένθερμος οπαδός του Ηράκλειτου, ενώ θεωρείται ότι ήταν και ένας από τους δασκάλους του Πλάτωνα (Κρατύλος τιτλοφορείται ένας από τους πλατωνικούς διαλόγους), τον οποίο μύησε στην ηρακλείτεια φιλοσοφία.… … Dictionary of Greek